-
1 δίκαιο
δίκαιο το1) право, правота;2) справедливость;3) правосудие;4) закон, правило -
2 δίκαιο
[ν] τό1) право, справедливое требование; правота;έχω δίκαιο — быть правым;
δεν έχω δίκαιο — быть неправым;
διεκδικώ τα δίκαια μου отстаивать свои права;2) справедливость; εν ονόματι τού δικαίου во имя справедливости; 3) правосудие;απονέμω δίκαιο — отправлять правосудие;
4) юр. право; юриспруденция;δημόσιο (ποινικό, διεθνές) δίκαιο — государственное (уголовное, международное) право:
συνταγματικό δίκαιο — конституционное право;
ιδιωτικό ( — или αστικό) δίκαιο — гражданское право;
5) закон, правило;άγραφο δίκαιο — неписаный закон
-
3 δίκαιο
[дикэо] ουσ ο право, справедливость. -
4 Κανονικό Δίκαιο
Κανονικό Δίκαιο τοКаноническое Право – богословская наука, изучающая совокупность церковных постановлений и законов, принятых решениями Вселенских Соборов, Синодов и традиционной литургической практикойΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Κανονικό Δίκαιο
-
5 δικαιοδοσια
ἥ1) судебная власть, юрисдикция Polyb., Plut.2) судопроизводство, суд3) дикеодосия (международное соглашение о разборе исков одной страны к гражданам другой - ἥ κατὰ τό σύμβολον δ. Polyb.) -
6 δικαιοδοτεω
-
7 δικαιοκρισια
-
8 δικαιολογεω
1) вести судебное делоοἱ δικαιολογοῦντες Luc. — судебные поверенные, защитники
2) med. судиться, вести тяжбу(πρός τινα Polyb., Plut.; περί τινος Plut. и τινι ὑπέρ τινος Luc.)
-
9 δικαιολογια
ἥ1) ведение судебного дела, судебная защита Arst., Polyb., Plut.2) защитительная речь на суде(διεξελθεῖν τέν δικαιολογίαν Plut.)
3) рит. судебное красноречие Arst. -
10 δικαιοπολις
- εως adj. славящийся гражданским правосудием(Αἰακιδᾶν νᾶσος = Αἴγινα Pind.)
-
11 δικαιοπραγεω
-
12 δικαιοπραγημα
-
13 δικαιοπραγια
-
14 δικαιοπραγμοσυνη
-
15 άγραφ(τ)ος
η, ο1) ненаписанный; 2) неписаный;άγραφ(τ)οι νόμοι — неписаные законы;
άγραφ(τ)ο δίκαιο — обычное право;
З) незаписанный; не включённый в список;§ άγραφ(τ)ος χάρτης — или άγραφ(τ)ο χαρτί — пустая бумажка, утративший силу документ;
αυτό ήταν γιά μένα από τ· άγραφ(τ)α — это для меня было большой неожиданностью
-
16 άγραφ(τ)ος
η, ο1) ненаписанный; 2) неписаный;άγραφ(τ)οι νόμοι — неписаные законы;
άγραφ(τ)ο δίκαιο — обычное право;
З) незаписанный; не включённый в список;§ άγραφ(τ)ος χάρτης — или άγραφ(τ)ο χαρτί — пустая бумажка, утративший силу документ;
αυτό ήταν γιά μένα από τ· άγραφ(τ)α — это для меня было большой неожиданностью
-
17 απόλυτα
επίρρ. абсолютно, совершенно, безусловно;έχετε απόλυτα δίκαιο — вы совершенно правы
-
18 αστικός
-
19 δίκαιον
το см. δίκαιο[ν] -
20 δίκιο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
δίκαιο — το 1. ό,τι θεωρείται σωστό σύμφωνα με το νόμο και αποτελεί δικαίωμα: Θα ζητήσω το δίκαιό μου στα δικαστήρια. 2. σύνολο νομικών κανόνων που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση: Αστικό δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… … Dictionary of Greek
ιδιωτικό δίκαιο — Το δίκαιο που κατά κανόνα αναφέρεται σε ιδιωτικά συμφέροντα, διέποντας και ρυθμίζοντας ιδιωτικές σχέσεις. Εξάλλου, με τον όρο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο καλούνται οι κανόνες επιλογής του δικαίου που εφαρμόζεται όταν θα μπορούσε να εφαρμοστεί δίκαιο… … Dictionary of Greek
κοινό δίκαιο — (common law). Τμήμα του αγγλοσαξονικού δικαίου, που σχηματίστηκε, αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε από τα παλαιότερα, ιδιότυπα, αγγλοσαξονικά δικαστήρια. Βασίστηκε, αρχικά, στα κοινά έθιμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας και ήταν άγραφο. Διακρίνεται από… … Dictionary of Greek
εμπορικό δίκαιο — Αυτοτελής κλάδος του ιδιωτικού δικαίου, που καθορίζει τις νομικές αρχές και τις σχέσεις που διέπουν το εμπόριο. Διαιρείται σε πολλούς κλάδους (π.χ. δίκαιο των εταιρειών, δίκαιο των αξιογράφων, δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ναυτικό δίκαιο κ … Dictionary of Greek
κληρονομικό δίκαιο — Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την κληρονομική διαδοχή. Βασικά, το κ.δ. ρυθμίζει μόνο τις περιουσιακού δικαίου σχέσεις του προσώπου μετά τον θάνατό του. Οι συνέπειες που σχετίζονται με την οικογένεια, όπως η λύση του γάμου, της πατρικής… … Dictionary of Greek
δημόσιο δίκαιο — Το σύνολο των κανόνων που συνιστούν τον νομικό αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας σε σχέση με τους πολίτες της, με τους διαφόρους οργανισμούς (νομικά πρόσωπα κλπ.), με τα άλλα κράτη, καθώς επίσης και με την οργάνωση της ίδιας της άσκησης της… … Dictionary of Greek
διοικητικό δίκαιο — Ένας από τους βασικούς κλάδους του δημοσίου δικαίου, που ρυθμίζει στο σύνολό του τις εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της. Ο σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου του δ.δ. γίνεται σε συνδυασμό με τον… … Dictionary of Greek